Τα τελευταία χρόνια μεσουρανεί, όχι πάντα με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, αλλά δεν του καίγεται καρφάκι.
Έχει επαφές με αμφιβόλου ηθικής υπόστασης «εκδότες» οι οποίοι μάλιστα μπαινοβγαίνουν στο γραφείο του χωρίς να τηρούν ούτε τα προσχήματα και ψάχνει διαρκώς να εμπλουτίσει το… βιογραφικό του με κάθε λογής υπόγειες δραστηριότητες.
Μέχρι πρότινος πίστευε σε ένα μόνο θεό και μάλιστα φρόντισε το… εικόνισμά του να το έχει πάνω από το κεφάλι του. Μέχρι που αναγκάστηκε να τον «πουλήσει» όπως λένε οι κακές γλώσσες. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Ο νέος θεός δεν είχε φτιάξει εικόνισμα κι έτσι ο καημένος ο αρχοντοχωριάτης μη ξέροντας τί να κάνει απευθύνθηκε στον απερχόμενο θεό για να ζητήσει συμβουλές. «Θα πας με τον καινούργιο», του είπε εκείνος, «για να προσέχεις τί θα λέει και τί θα κάνει και θα μου τα μεταφέρεις όλα».
Και ο απερχόμενος θεός συμπλήρωσε στον αρχοντοχωριάτη με νόημα: «Έλα βρε συ, τόσα έχουμε κάνει μαζί, μέχρι και το ίδιο κρεβάτι έχουμε μοιραστεί. Πρέπει να με προσέχεις για να σε προσέχω».
Ο αρχοντοχωριάτης χαμογέλασε και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του όλη η κοινή ζωή τους. Τότε που ένιωθαν μια πρωτόγνωρη, άγρια, ηδονική χαρά ο ένας για τον άλλο, ή τότε που ο θεός τον συγχώρεσε για τις άνομες τρυφερότητες του στα κοριτσάκια.
Είναι μεγάλη δουλειά να μοιράζεσαι τέτοιες στιγμές με έναν θεό. Έρχεσαι πιο κοντά του. Κι έτσι ό,τι κι αν σου ζητήσει το κάνεις αβίαστα με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο βλέμμα σου που κρύβει κάθε τι βρώμικο.
«Αχ να μπορούσα μια λέξη να βάλω μόνο στο βιογραφικό μου: Το όνομά του. Και κανείς πια να μην μου καταλογίζει ότι έχω ένα λευκό χαρτί για το παρελθόν μου» σκέφτηκε ο αρχοντοχωριάτης.
Και ξεκίνησε λοιπόν την… εκστρατεία του για να κατακτήσει και τον νέο θεό. Και άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σε βουνά, να μπαινοβγαίνει σε κωμοπόλεις, να πλατσουρίζει στα θολά νερά πολυσύχναστων παραλιών και να κάνει ότι μαζεύει σκουπίδια. Τα οποία δεν μάζευε, απλά τα έβαζε κάτω από όποιο χαλί έβρισκε κι έδινε την εντύπωση ότι έκανε δουλειά.
Τον παρατηρούσαν καλά οι υπόλοιποι από το θεϊκό περιβάλλον και δεν μιλούσαν. Και τί να πουν δηλαδή όταν ήταν ο χαϊδεμένος του ίδιου του θεού;
Μέχρι που ο αρχοντοχωριάτης την είδε μικρός θεός. Και νόμιζε ότι θα μπορούσε να κρύψει το παρελθόν του στην κατάψυξη και να συνεχίσει αλώβητος τη δράση του. Μάλιστα για να είναι σίγουρος δεν παράγγειλε ένα αλλά πολλά, πάρα πολλά, ψυγεία, ώστε να είναι βέβαιος ότι τίποτε δεν θα μείνει να χαλάσει και να τον χαλάσει.
Και ψάχνει τώρα απεγνωσμένα ο καημένος ο αρχοντοχωριάτης με αλογομούρηδες και «συγγενείς» εκδότες να σωθεί και να συνεχίσει να υπάρχει στην ανυπαρξία του.