Σε διθεματικό Μουσείο μετατρέπεται το κτήριο του Νέου Βουστασίου στο π. βασιλικό κτήμα Τατοΐου. Το Μουσείο προορίζεται να στεγάσει τις μόνιμες εκθέσεις για την Αγροκτηνοτροφική Παραγωγή του κτήματος και τα Βασιλικά Αυτοκίνητα.
Σε νέο χώρο φύλαξης τα οχήματα της τ. βασιλικής οικογένειας
Το έργο της αποκατάστασης του κτηρίου και της επανάχρησής του είναι ενταγμένο στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ακολουθεί τις αρχές της μελέτης βιωσιμότητας του κτήματος και εξελίσσεται εντός του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025.
Η ανέγερση του Νέου Βουστασίου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1950 και το κτήριο εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1952.
Αντικατέστησε το παλιό Βουστάσιο για να καλύψει, εκείνη την περίοδο, τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής του κτήματος. Το Νέο Βουστάσιο ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηρίζονταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945.
H συνολική επιφάνεια του κτηρίου είναι περίπου 1500 τ.μ. και αναπτύσσεται σε σχήμα Π, έχοντας μια κεντρική, διώροφη πτέρυγα με τετράρριχτη στέγη και δύο πλευρικές πτέρυγες, χαμηλότερου ύψους με δίρριχτες στέγες. Η κάτω στάθμη φιλοξενούσε περίπου 100 βοοειδή με τις ταΐστρες και τον λοιπό εξοπλισμό, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα. Η άνω στάθμη του μεσαίου σκέλους χρησιμοποιούνταν ως χώρος αποθήκευσης και παρασκευής των τροφών, που διοχετεύονταν με κατάλληλα κανάλια στην κάτω στάθμη.
Η Υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Το εγχείρημα της μετατροπής του Νέου Βουστασίου σε διθεματικό Μουσείο προσπαθεί να αναδείξει ότι, παρά τις εναλλαγές χρήσεων που λάμβαναν χώρα στο κτήμα, ανάλογα με την περίοδο της βασιλείας, οι αρχές που φαίνονταν να διέπουν τη χρήση του ήταν η προστασία του περιβάλλοντος και η κυκλική οικονομία.
Η σημερινή εικόνα του κτήματος οφείλεται εν πολλοίς στις πρωτοβουλίες που υλοποιήθηκαν ιδίως κατά τις βασιλείες των Γεωργίου Α’ και Παύλου, καθώς βάσει των πηγών, προκύπτει ότι κατά τις δύο αυτές περιόδους της ιστορίας του κτήματος αναπτύχθηκε η αγροκτηνοτροφική παραγωγή.
Υπήρξε μια συγκροτημένη προσπάθεια συστηματικής διαχείρισης με πρόθεση να αποτελεί πρότυπο. Αξιοποιήθηκαν οι υπάρχοντες φυσικοί πόροι (φυτικός πλούτος, έδαφος, υπέδαφος, νερό), το φυσικό κεφάλαιο, καθώς δημιουργήθηκαν υποδομές, εξοπλισμός και δίκτυα εξυπηρέτησης, διαμορφώθηκε ένα σύστημα εργασίας και μια μικρή κοινωνία εργαζομένων, και σχεδιάστηκαν τρόποι για την επιχειρηματική ανάπτυξη του κτήματος.
Πηγή : https://www.naftemporiki.gr