Ζούμε τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας (και στις Αχαρνές);

ΑΡΘΡΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Γράφει ο Χρήστος Λουτράδης

Βιώνουμε πράγματι μια περίοδο όπου τα πιο ποταπά, παρακμιακά, χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης κυριαρχούν στις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του συλλογικού μας βίου; Αν ανατρέξει κανείς στα εν εξελίξει γεγονότα, που λαμβάνουν χώρα όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά και σε ένα γενικότερο πλαίσιο, θα εξαγάγει εύκολα το συμπέρασμα ότι πράγματι βιώνουμε σε επανάληψη ως ανθρωπότητα στιγμές Πομπηίας, με την ανηθικότητα, την παρακμή, την ασυδοσία και τις κοινωνικές ανισότητες να αποτελούν τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο μέσος πολίτης μας στις ημέρες. Ο πολίτης, που δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αφού αποτελεί και ο ίδιος κομιστή κάποιων από των παρακμιακών και εκφυλιστικών αυτών χαρακτηριστικών.

Ειδικά, στην περίπτωση της πατρίδα μας, οι εκλογές οδήγησαν σε μια πολιτική επιλογή που φαντάζει εκ πρώτης όψεως ως επικρότηση μιας πολιτικής πρότασης και όχι ως ψήφο που εγκολπώνει την νοοτροπία του μη χείρον βέλτιστον. Και αυτό αποτελεί μια παγίδα, γιατί αν προσπαθήσει κανείς να ανιχνεύσει τις βαθύτερες και υπόγειες διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό σώμα, θα αντιληφθεί ότι η πολιτική επιλογή αποτελεί, όχι μια αισιόδοξη επιλογή, αλλά ακόμη μια επιλογή που επιβεβαιώνει τον κοινωνικό και πολιτικό κυνισμό και την χυδαία ατομικότητα που αρχίζει και καθίσταται κυρίαρχη στην πατρίδα μας. Ένας κοινωνικός και πολιτικός κυνισμός που βρίσκεται σε αγαστή σύμπνοια με ένα αίσθημα ματαίωσης και παραίτησης από το οποίο διακατέχεται ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος, που δεν βρίσκει πλέον αποκούμπι για τα προβλήματα του, τις ανησυχίες του και τα όνειρα του στα πολιτικά κόμματα.

… πράγματι η εποχή μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια εποχή την οποία διαφεντεύει ένας παρακμιακός κυνισμός και ένας μίζερος ατομικισμός.

Από αυτή την άποψη, πράγματι η εποχή μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια εποχή την οποία διαφεντεύει ένας παρακμιακός κυνισμός και ένας μίζερος ατομικισμός. Ένα κοκτέιλ ατομικής απάθειας απέναντι στις συλλογικές ανάγκες σε απόλυτη σύμπνοια με έναν ατομισμό, που δεν εμπεριέχει στοιχεία δημιουργίας, δεν αποτελεί ούτε καν απόρροια ενός πολιτικού φιλελευθερισμού, παρά αποτελεί την προσχώρηση της πλειοψηφίας της κοινωνίας σε έναν μικροαστικό κυνισμό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Το δυστύχημα είναι ότι η κοινωνική και πολιτισμική παρακμή που περιγράψαμε έχει και πολιτική εκπροσώπηση, σε ένα κομμάτι της κυβερνώσας παράταξης, αφού ο ατομισμός αποτελεί το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα, και σε ένα κομμάτι κομμάτων της άκρας δεξιάς, ειδικά στους ψηφοφόρους εκείνους που ταυτίζονται με έναν διχαστικό λόγο που κατηγοριοποιεί την κοινωνία σε άσπιλους και μολυσμένους , σε ενάρετους και αμαρτωλούς, σε περισσότερο ή λιγότερο Έλληνες.

Η παρακμή και ο ατομισμός ως ιδεολογικό περίβλημα της ελληνικής κοινωνίας αποτελούν πια συστατικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο πολιτεύονται τα πολιτικά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται είτε ως φιλελεύθερα (βλέπε ΝΔ), είτε ως πατριωτικά (βλέπε Νίκη ή Σπαρτιάτες).

Αναλυτικότερα, τα δύο αυτά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως πατριωτικά, ενδέχεται να επιτελέσουν και τον πιο υποβολιμαίο ρόλο στην περαιτέρω ηθική κατάπτωση της κοινωνίας μας. Αφού στο όνομα ενός κατ’ επίφαση πατριωτισμού και μιας βαθιάς αναχρονιστικής και συντηρητικής θρησκευτικότητας, θα καλλιεργήσουν τον ανθρωπότυπο του ατομιστή ρατσιστή.

Η σύγκρουση ανάμεσα στον τεχνοκρατισμό και στην Πολιτική θα αποτελέσει, θέλοντας και μη, το πολιτικό αλλά και ιδεολογικό διακύβευμα γύρω από το οποίο θα διεξαχθούν, όχι μόνο οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και ο διάλογος γύρω από την εικόνα και τα χαρακτηριστικά που θα λάβει το ίδιο το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα της πατρίδας μας.  

Το κομβικό ζήτημα, όχι μόνο για την πολιτική επιβίωση των υπολοίπων κομμάτων αλλά και για την ίδια την δημοκρατία είναι με ποιο αφήγημα θα μπορέσουν να απαντήσουν τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα απέναντι σε αυτήν την λαίλαπα του λαϊκισμού, που προσπαθεί να μεταμορφώσει τον ξεδιάντροπο ατομισμό σε φιλελεύθερη απάντηση στις απαιτήσεις της εποχής, που προσπαθεί να μετατρέψει έναν μαφιόζικης υφής καπιταλισμό στο μοναδικά αποδεκτό παραγωγικό μοντέλο. Ζητούμενο αναγκαίο είναι ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα θα απαντήσουν στο υπό διαμόρφωση αφήγημα, που τείνει να αποκτήσει ηγεμονικά χαρακτηριστικά, με την αγαστή συμπαράσταση των συστημικών κυρίως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Το αν θα καταφέρουν τα πολιτικά κόμματα να απαντήσουν σε αυτόν τον κυνικό τεχνοκρατισμό που διαχέεται από την κυβερνώσα παράταξη, θα κρίνει και την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας αλλά και το παραγωγικό μοντέλο το οποίο θα κυριαρχεί για τα επόμενα χρόνια.

Η σύγκρουση ανάμεσα στον τεχνοκρατισμό και στην Πολιτική θα αποτελέσει, θέλοντας και μη, το πολιτικό αλλά και ιδεολογικό διακύβευμα γύρω από το οποίο θα διεξαχθούν, όχι μόνο οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και ο διάλογος γύρω από την εικόνα και τα χαρακτηριστικά που θα λάβει το ίδιο το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα της πατρίδας μας. Για αυτόν τον λόγο, η ελλειμματική συμμετοχή στον διάλογο σε συνδυασμό με τη λειτουργική ανικανότητα συμμετοχής στον διάλογο με προτάσεις που θα απαντούν σε αυτό το υπό διαμόρφωση δίπολο, τεχνοκρατισμός εναντίον Πολιτικής, θα οδηγήσει στην κατάρρευση της δημοκρατίας όχι μόνο υφολογικά αλλά και δομικά. Και τότε, η καταγραφή του ιστορικού του μέλλοντος θα επιφυλάσσει εκπλήξεις για τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως προοδευτικό πόλο του πολιτικού μας φάσματος. Θετικές, αν αναλογιστούν έστω και την ύστατη τούτη ώρα τον ιστορικό τους ρόλο, αρνητικές αν βρεθούν κατώτεροι των περιστάσεων. Όπως και να έχει, η ιστορία αποτελεί τον ύστατο κριτή όλων. Ένας κριτής που δεν επηρεάζεται από λίστες , χρηματοδοτήσεις και δοτούς δημοσιολόγους.

Μοιραστείτε το…