Από την κατάταξη των πολιτικών δυνάμεων στο ελληνικό κοινοβούλιο κατά τις πρόσφατες εκλογές, προέκυψε μια, ασυνήθιστη για τα κοινοβουλευτικά μας δεδομένα, διασπορά των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Το νέο αυτό χαρακτηριστικό, σε σχέση με την λειτουργία του κοινοβουλίου σε προηγούμενες περιόδους, δεν αφορά τόσο τον αριθμό των κομμάτων που συνθέτουν την Κ’ Περίοδο από την μεταπολίτευση όσο την ανασύνθεση του κύριου αντιπολιτευτικού ρόλου, οποίος μέχρι πρότινος ασκούνταν παραδοσιακά από το δεύτερο, σε εκλογική δύναμη, κόμμα.
Η θεαματική πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτόγνωρα ιστορικά δεδομένα για την περίοδο της μεταπολίτευσης και αντίστοιχα η αισθητή άνοδος των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ (που βρίσκονται σε μια διαχρονική αυξητική τάση σε κάθε αναμέτρηση από το 2015 και μετά) καθορίζουν την κυριαρχία του νέου αντιπολιτευτικού τοπίου. Η κοινοβουλευτική δραστηριότητα των δύο κόμματων και η ανταπόκριση στον θεσμικό τους ρόλο θα κρίνει φυσικά κατά το επόμενο χρονικό διάστημα και τον βαθμό κυριαρχίας ή πρωτοκαθεδρίας του καθενός, καθώς η αριθμητική αποτύπωση των εδρών (48 και 32) από μόνη της δεν προεξοφλεί τίποτα.
Χωρίς να σταθούμε ιδιαίτερα στα προφανή ποιοτικά χαρακτηριστικά που τοποθετούν το ΠΑΣΟΚ σε πιο πλεονεκτική θέση σε αυτή την άτυπη διεκδίκηση (προέρχεται από δυναμική ανάκαμψης και ανόδου, διαθέτει νεότερο αρχηγό που έχει καταγράψει μόνο νίκες και θα βρίσκεται εντός κοινοβουλίου, μεγάλη ανανέωση προσώπων κλπ) θα παραθέσουμε κάποια συγκεκριμένα δεδομένα, όπως αποτυπώθηκαν σε πρόσφατη μελέτη που δημοσίευσε το Ινστιτούτο για την Σοσιαλδημοκρατία – In Social για την περασμένη (ΙΗ’) κοινοβουλευτική περίοδο.
Μήπως λοιπόν η “αντιπολιτευτική ανατροπή” που εξυφαίνεται πλέον και στα εκλογικά αποτελέσματα, είχε ξεκινήσει ήδη μέσα από το κοινοβούλιο;
Αν θα μπορούσαμε να επικεντρωθούμε ίσως στο πιο ενδιαφέρον πολιτικά σημείο, θα ήταν η κατανομή κατά κοινοβουλευτική ομάδα του όγκου των κατατεθειμένων και απαντημένων προφορικών Μέσων Κοινοβουλευτικού Ελέγχου (ερωτήσεων, επερωτήσεων κλπ) που συζητήθηκαν στην ολομέλεια κατά τη διάρκεια της περασμένης 4ετίας. Θα παρατηρήσουμε λοιπόν ότι το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, των μόλις 22 εδρών, έχει καταθέσει περισσότερες ερωτήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ σε αυτές που τελικά συζητήθηκαν στην ολομέλεια έχει σχεδόν την ίδια επίδοση με τον ΣΥΡΙΖΑ των 86 εδρών! Μήπως λοιπόν η “αντιπολιτευτική ανατροπή” που εξυφαίνεται πλέον και στα εκλογικά αποτελέσματα, είχε ξεκινήσει ήδη μέσα από το κοινοβούλιο;
Ακόμα, στην ίδια μελέτη διακρίνουμε πως από την θεματολογία που “σήκωσαν” περισσότερο τα κόμματα κατά την περασμένη κοινοβουλευτική περίοδο, μπορούν να εξαχθούν εύλογα συμπεράσματα για τα κοινά στα οποία απευθύνθηκαν με μεγαλύτερη επιτυχία στις πρόσφατες εκλογές. Η επικράτηση για παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ στις επιλογές των Αγροτών (σύμφωνα με τα exit polls) αλλά και η θεαματική του άνοδος και σχεδόν ίση θέση με τον ΣΥΡΙΖΑ στις ψήφους των νέων (17-35 ετών) επίσης διακρίνεται από την κοινοβουλευτική θεματολογία και ιδιαίτερα τα εργασιακά θέματα των νέων που ανέδειξε κατά κύριο λόγο.
Στην συγκεκριμένη μελέτη μπορεί ο κάθε ενεργός πολίτης να ανατρέξει και να βρει ενδιαφέροντα δεδομένα για κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα της περασμένης περιόδου και φυσικά για την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως, αποτελεί κι έναν ενδεικτικό χάρτη και οδηγό για το ποιος διαφαίνεται αυτή τη στιγμή ως ο κύριος θεσμικός αντιπολιτευτικός πυλώνας, ο οποίος μπορεί να σταθεί με αποτελεσματικότητα και επάρκεια απέναντι στην αυτοδύναμη κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε.
*Γιώργος Παπούλιας
Πολιτικός Επιστήμονας, Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου για την Σοσιαλδημοκρατία – InSocial